ἀργυραῖ

ἀργυραῖ
ἀργύρεος
of silver
fem nom/voc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀργυραῖ — Ἀργυρᾶ fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHIALA — I. PHIALA Graece φιάλη, quasti πιάλη, παρὰ τὸ πίειν ἅλις παρέχειν, ab eo, quod affatim ad bibendum suppeditet, inter poculorum species Veteribus usitatas, recen setur Macrobio l. 5. Saturnal. c. 21. ubi Lutinâ voce Pateram vocat, qua de voce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”